- συμμαχικοῦ
- συμμαχικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμμαχικοῦ — συμμαχικοῦ , συμμαχικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κολόνα — I Οικισμός (35 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου. II (Colonna). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών φεουδαρχών, ευγενών και λογίων, από τη Ρώμη. Οι Κ. απέκτησαν πλούτο και δύναμη και επηρέαζαν αποφασιστικά την… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αλφρέδος — (Alfred Ernest Albert, 1844 – 1900). Δούκας του Σαξ Κομπούργκ Γκότα και του Εδιμβούργου, γιος της βασίλισσας Βικτορίας και σύζυγος της μεγάλης δούκισσας Μαρίας, κόρης του τσάρου Αλέξανδρου Β’. Μετά την αποπομπή του Όθωνα, του προσφέρθηκε το… … Dictionary of Greek